φέγγω

φέγγω
φέγγω, έφεξα βλ. πίν. 21 (και ως απρόσ. φέγγει)
——————
Σημειώσεις:
φέγγω : συνήθως ως απρόσωπο, με την έννοια ξημερώνει ή φωτίζει, μπορεί όμως να έχει και την έννοια είμαι υπερβολικά αδυνατισμένος (π.χ. έφεξε το πρόσωπο του από τον πυρετό).
Στη λογοτεχνία απαντάται και ως προσωπικό, με την έννοια φωτίζω (Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος [Ελύτης, σελ. 35]).
Στην έκφρ. μου 'φεξε σημαίνει μου έτυχε κάτι πολύ ευνοϊκό.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φέγγω — make bright pres subj act 1st sg φέγγω make bright pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγόμενον — φέγγω make bright pres part mp masc acc sg φέγγω make bright pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγου — φέγγω make bright pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) φέγγω make bright imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγουσι — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγουσιν — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχνοφέγγω — φέγγω αμυδρά …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • λαμπίζω — φέγγω αχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάμπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”